- ἐλαφροῦ
- ἐλαφρόςlight in weightmasc/neut gen sgἐλαφρόωpres imperat mp 2nd sgἐλαφρόωimperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάραβος — Γένος εντόμων της μεγάλης οικογένειας των καραβιδών, της τάξης των κολεοπτέρων. Η οικογένεια αυτή είναι τόσο πλούσια σε είδη (πάνω από 20.000) ώστε μερικοί ζωολόγοι τη χωρίζουν σε διάφορες οικογένειες, που υποδιαιρούνται αντίστοιχα σε… … Dictionary of Greek
ουσάρος — Στρατιωτικός που ανήκε σε σώμα ελαφρού ιππικού. Ονομάστηκε έτσι για πρώτη φορά, το 1458 ο στρατιώτης των ειδικών τμημάτων ιππικού της εθνοφρουράς των Ευγενών στην Ουγγαρία. Τον 16o αι. οι Πολωνοί ονόμασαν ο. τα ειδικά τμήματα ιππικού των ευγενών … Dictionary of Greek
PHAECASIA — I. PHAECASIA calceamenti genus, apud Veteres, et quidem Hesychio, ὑποδήματος εἶδος γεωργικοῦ, i. e. species calceamenti rustici, ut similia fuerint peronibus e crasso corio rudique Minervâ confectis. Alii crepidis potius baxeisque Philosophicis;… … Hofmann J. Lexicon universale
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
νάιτ κλαμπ — (αγγλ. night club). Νυχτερινό κέντρο διασκεδάσεων, οι θαμώνες του οποίου χορεύουν και παρακολουθούν ελαφρά θεάματα ποικιλιών. To ν.κ. αμερικανικό, αντίστοιχο των γαλλικών cafe chantant, cabaret και tabarin πρωτοεμφανίστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες … Dictionary of Greek
336th Bomber Squadron (HAF) — 336th Bomber Squadron 336 Μοίρα Βομβαρδισμού The badge of 336 Bomber Sq. Active 25 February 1943 Country … Wikipedia
αρτίστας — ο (θηλ., αρτίστα, η) 1. ο καλλιτέχνης (κυρίως του ελαφρού ή του μουσικού θεάτρου) 2. θηλ. αρτίστα (Ευφημ.) γυναίκα ελευθερίων ηθών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά του ιταλ. artista «καλλιτέχνης»] … Dictionary of Greek
βαριετέ — Ελαφρύ θεατρικό είδος, χωρίς ενιαία υπόθεση, με επικρατέστερο τον μουσικό χαρακτήρα. Ο όρος σημαίνει και το θέατρο όπου παρουσιάζεται το β. Ως θέαμα μπορεί να αναχθεί στις μεσαιωνικές παραστάσεις των γελωτοποιών. Στοιχεία του β. υπάρχουν και στο… … Dictionary of Greek
βερσαλιέρος — ο 1. οπλίτης μονάδας ελαφρού πεζικού στην Ιταλία κατά τον 19ο αιώνα 2. στρατιώτης του τακτικού στρατού που συγκρότησε ο Θιέρσος για την καταστολή της Κομμούνας του Παρισιού το 1871 … Dictionary of Greek
δεκάνιο — Κορεσμένος υδρογονάνθρακας, με χημικό τύπο CH3(CH2)8CH3 (ευθεία αλυσίδα ατόμων άνθρακα) που ανήκει στα αλκάνια ή παραφίνες. Είναι άχρωμο υγρό, ήπια εύφλεκτο, με σημείο βρασμού 174°C, με σημείο τήξης –29,67°C, πυκνότητα 0,7299 gr/cm3 (20°C),… … Dictionary of Greek